φρονιμότητα

φρονιμότητα
η / φρονιμότης, -ητος, ΝΜΑ [φρόνιμος]
φρονιμάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φρονιμότητα — η φρόνηση, σύνεση, φρονιμάδα, χρηστά ήθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρονιμότητα — φρονιμότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονιμάδα — η 1. φρόνηση, φρονιμότητα, σωφροσύνη: Βασιλιάς μεφρονιμάδα. 2. σοβαρότητα του χαρακτήρα: Κι η φρονιμάδα σου άτοπη χωρίς καιρό (Γ. Βιζυηνός). 3. χρηστότητα, χρηστοήθεια, αγνότητα ηθών: Όλοι έχουν να λένε για τη φρονιμάδα του κοριτσιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”